θεσμοφύλαξ

θεσμοφύλαξ
θεσμο-φύλαξ [ῠ], ακος, ,
A guardian of the law, of Moses, Ph.1.171:—usu. in pl. [suff] θεσμο-φύλακες, οἱ, a magistracy at Elis, Th.5.47, cf. D.S.5.67; at Alexandria, PHal.1.239 (iii B.C.); in Ceos, IG12(5).595 B16 (iii/ii B.C.); at Ptolemais, PFay.22.11 (i A.D.); [dialect] Boeot. [full] τεθμοφούλαξ IG7.3172.178 (Orchom.): —hence [suff] θεσμο-φῠλάκιον [ᾰ], τό, their office, PHal.1.234 (iii B.C.):

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεσμοφύλακας — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc acc pl θεσμοφύλακες guardian of the law masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφύλακες — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc nom/voc pl θεσμοφύλακες guardian of the law masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφύλακος — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφυλάκιον — θεσμοφυλάκιον, τὸ (Α) [θεσμοφύλαξ] το γραφείο τών θεσμοφυλάκων …   Dictionary of Greek

  • θεσμοφυλακικός — θεσμοφυλακικός, ή, όν (Α) [θεσμοφύλαξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμοφύλακες …   Dictionary of Greek

  • θεσμοφύλακας — ο (ΑΜ θεσμοφύλαξ, Α και βοιωτ. τ. τεθμοφούλαξ) ο φύλακας τών θεσμών, τών νόμων, ο νομοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + φύλαξ, κος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”